- επώμιο
- το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, -ον)νεοελλ.μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμούαρχ.-μσν.1. ο επωμάδιος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιοντο ωμοφόριο.
Dictionary of Greek. 2013.