επώμιο

επώμιο
το (AM ως επίθ. ἐπώμιος, -ον)
νεοελλ.
μικρό ορθογώνιο ύφασμα στους ώμους τών στρατιωτικών χιτωνίων και τής μικρής στολής τών αξιωματικών με τα διακριτικά τής μονάδας και τού βαθμού
αρχ.-μσν.
1. ο επωμάδιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπώμιον
το ωμοφόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • επώμιος — βλ. επώμιο …   Dictionary of Greek

  • σωσάνιον — τὸ, Α το επώμιο τού θώρακα …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ναυπλίου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου βρίσκεται στη δυτική πλευρά της κεντρικής πλατείας της παλαιάς πόλης του Ναυπλίου, της πλατείας Συντάγματος. Το τριώροφο κτίριο που στεγάζει το μουσείο χτίστηκε το 17ο αι., στη διάρκεια της Ενετοκρατίας, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”